MathJax

Λεξιλόγιο

\(\newcommand{\denote}[1]{[\![ #1 ]\!]} \newcommand{\operate}[1]{[ #1]}\)

Α

αμφιβολή (bijection; Bijektion) η απεικόνιση που άλλοι λένε ένα προς ένα και επί, και άλλοι απλά ένα προς ένα. Ο νεολογισμός εύλογος, και συνάδει με τα εμβολή, επιβολή και προβολή, ενώ επιτρέπει και ομαλά παράγωγα (αμφιβολικός, αμφιβολικότητα)

ανισόπεδο πεδίο (non-flat domain; nicht-flacher Bereich) πεδίο Σκότ--Έρσοφ που δέν είναι ισόπεδο. Για παράδειγμα, οι χώροι συναρτήσεων μεταξύ πεδίων είναι ανισόπεδα πεδία, αλλα και πεδία για βασικούς τύπους όπως οι λεγόμενοι «οκνηροί» φυσικοί αριθμοί (lazy natural numbers).

Β

Γ

Δ

δηλωτική, δηλωτική σημασιολογία (denotational semantics; denotationelle Semantik): (α) ο κλάδος της θεωρητικής πληροφορικής που μελετάει τη μοντελοποίηση γλωσσών προγραμματισμού με μαθηματικούς χώρους (πιχί με πεδία Σκότ, με μετρικούς χώρους, και λοιπά) (β) μαθηματικός χώρος που ερμηνεύει δηλωτικά μία γλώσσα προγραμματισμού

διάταξη (partially ordered set, poset; partiell geordnete Menge) ένα σύνολο εφοδιασμένο με μία ανακλαστική, μεταβατική και αντισυμμετρική σχέση. Μεγάλο πρόβλημα η μονολεκτική απόδοση του όρου poset· τα ελληνικά τσινάν στην αγγλόφωνη λύση, δέ μπορείς εύκολα να πείς ξερωγώ μεδισύνολο, αλλα σίγουρα χρειάζεται μία λέξη για το μακρυνάρι «μερικά διατεταγμένο σύνολο», αφού στη θεωρία το συγκεκριμένο αντικείμενο είναι βασικότατο και εμφανίζεται κατακόρον. Για την ώρα, η μετωνυμία φαίνεται η πιο φυσιολογική λύση: πλήρης διάταξη για το complete partial order, complete poset και τα λοιπά.

Ε

εμβολή (injection; Injektion) η απεικόνιση που λέμε ένα προς ένα. Ο νεολογισμός συνάδει με τα αμφιβολή, επιβολή και προβολή, και επιτρέπει και ομαλά παράγωγα. 

επιβολή (surjection; Surjektion) η απεικόνιση που λέμε επί. Ο νεολογισμός συνάδει με τα εμβολή, αμφιβολή και προβολή, και επιτρέπει και ομαλά παράγωγα

ευρετική (heuristics; Heuristik) η προσέγγιση στην επίλυση ενός προβλήματος, που συνίσταται όχι σε προκάτ, εγγυημένη, αυτοματοποιημένη γενική μεθοδολογία, αλλα σε τεχνάσματα και δοκιμές που υπαγορεύονται απο τη διαίσθηση ειδικά για το ενλόγω πρόβλημα (και εννοούνται να προηγούνται απο την τελική λύση). Απο τις στάνταρ κακοαποδοσμένες λέξεις στα ελληνικά, αφού πρόκειται για αντιδάνειο λέξης των παλαιοελληνικών· στην πιάτσα ακούς και «χιουρίστιξ» (αρκετά τίμιο), ακούς όμως και εκτρώματα τύπου «ευριστική» (για να ριμάρει μάλλον με το «εκνευριστική» --σημειωτέον, οτι το έκτρωμα απαντάται και στο σχολικό βιβλίο «Ανάπτυξη εφαρμογών σε προγραμματιστικό περιβάλλον» της Γ΄ Λυκείου).

Ζ

Η

Θ

Ι

ισόπεδο πεδίο (flat domain; flacher Bereich) ένα πεδίο Σκότ--Έρσοφ ο φορέας του οποίου αποτελείται απο την ξένη ένωση ενός συνόλου \(D\) και ενός μονοσυνόλου \(\{\bot\}\), και η διάταξη του οποίου ορίζεται απο τη φόρμουλα \(\bot \sqsubseteq d\) για κάθε \(d \in D\) (απο τον ανακλαστικομεταβατικό της κλεισμό)· μ' άλλα λόγια, σ' ένα ισόπεδο πεδίο κάθε \(d \in D\) είναι μέγιστο και ασύγκριτο με κάθε άλλο \(d' \in D\), ενώ βέβαια το \(\bot\) λειτουργεί ως ελάχιστο: η εικόνα είναι ένα δέντρο ύψους \(1\) (ή \(0\) στην περίπτωση που το \(D\) είναι κενό). Τα ισόπεδα πεδία (με την παρήχηση πρέπει κανείς να συμβιβαστεί), που αποτελούν τον απλούστερο τρόπο να μετατρέψεις ένα οποιοδήποτε σύνολο σε πεδίο και να κάνεις τη δουλειά σου, εξυπηρετούν ήδη απ' τη δεκαετία του εβδομήντα περίπου ως σημασιολογικά μοντέλα για τους βασικούς τύπους μιάς ιεραρχίας, κατα παράδοση για τους φυσικούς και τους μπουλιανούς.

ισότητα εξορισμού (definitional equality) η ισότητα που προκύπτει απο ανάθεση, και που συμβολίζουμε στα μαθηματικά με το σημάδι \(:=\), ενώ στην πληροφορική πότε-πότε με το σημάδι \(\leftarrow\).

Κ

Λ

λειτουργική, λειτουργική σημασιολογία (operational semantics; operationelle Semantik): τό 'χω συναντήσει και διαδικαστική σημασιολογία. (α) ο κλάδος της θεωρητικής πληροφορικής που μελετάει τη μοντελοποίηση γλωσσών προγραμματισμού με συστήματα αναγωγής (β) σύστημα αναγωγής που ερμηνεύει λειτουργικά μία γλώσσα προγραμματισμού

Μ

Ν

Ξ

Ο

όρος (term; Term) και δέντρο, στην αλγεβρική σημασιολογία

Π

πεδίο Σκότ--Έρσοφ, πεδίο (Scott--Ershov domain; Scott--Erschov'scher Bereich) μία διάταξη που είναι φραγμένα πλήρης, κατευθυνόμενα πλήρης και αλγεβρική.


περατός (finite; endlich) ότι και το πεπερασμένος, αλλα το προτιμώ για λόγους παραγωγικότητας (περατότητα για το finiteness, περατικός για το finitary και λοιπά)

πληροφοριοσύστημα, σύστημα πληροφορίας (information system; Informationssystem)

ποσοδείκτης (quantifier; Quantor)

ποσόδειξη (quantification; Quantifikation) κυκλοφορούν πολλά κουλά ονόματα γι' αυτήν τη βασική έννοια (έχω δεί μέχρι και ποσοδείκτιση!... παναπεί απ' το ποσοδεικτίζω...), που θά 'καναν κάθε πρωτοετό της φιλολογικής να μας βγάλει ανέκδοτο.

ποσοδείχνω (quantify; quantifizieren) οι νοσταλγοί των παλαιοελληνικών ασφαλώς επιτρέπεται να πούν και ποσοδεικνύω.

προδιαγραφή (specification; Spezifikation) ο ενικός είναι χρήσιμος

Ρ

Σ

σημασιολογία (semantics; Semantik): ο κλάδος της θεωρητικής πληροφορικής που μελετάει τη σημασιολογία των γλωσσών προγραμματισμού με μαθηματικές μεθόδους. Υποκλάδοι: δηλωτική, λειτουργική, αξιωματική. Ακόμα: σημαντική.

συμφραζόμενο (context; Kontext) ο ενικός χρήσιμος, καθώς και τα παράγωγα (συμφραστικός για το contextual ή για το context-sensitive)

σύστημα αναγωγής (reduction system, rewriting system; Termersetzungssystem)

Τ

τύπος (type; Typ) η κανόνικαλ απόδοση της αγγλικής type απ' τη θεωρία τύπων, που είναι καλό να την ξεχωρίζουμε (σ' αυτό το αντικείμενο) απ' την παραδοσιακή ελληνική χρήση με τη σημασία «φόρμουλα». Ειδικότερα στην πληροφορική εννοούμε (και λέμε καμιά φορά) «τύπος δεδομένων» (datatype, Datentyp).

Υ

υπολογιστική επάρκεια (computational adequacy) ένα μοντέλο υπολογισιμότητας είναι υπολογιστικά επαρκές για μία γλώσσα προγραμματισμού με λειτουργική \(\leadsto\) όταν για κάθε ολικό αντικείμενο βασικού τύπου \(x\) ισχύει \(\denote{x} = m \to \operate{x} \leadsto m\).

Φ

φόρμουλα (formula; Formel) και όχι τύπος!, μή μπερδέψουμε τα μπούτια μας.

Χ

Ψ

Ω